- φθαλυλοχλωρίδιο
- το, Νχημ. οργανική ένωση που παρασκευάζεται με επίδραση πενταχλωριούχου φωσφόρου στον φθαλικό ανυδρίτη και το οποίο χρησιμοποιείται ως χημικό ενδιάμεσο, κυρίως για την παρασκευή συνθετικών ρητινών και πλαστικοποιητών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθαλυλ(ο)* + χλωρίδιο].
Dictionary of Greek. 2013.